Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η Τρίτη παρθενιά.ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ


Η Αρετούσα ζούσε και απολάμβανε τη ζωή μέσα από τη ζωογόνα και αστείρευτη πηγή που είχε ανακαλύψει, τον έρωτα. Αυτή η μαργιόλα, ήταν η πιο περιζήτητη θηλυκιά όχι μόνο του τόπου της, αλλά ολόκληρου του νησιού.
Αμέσως μετά την πρωτοφανή εγκατάλειψη από τον δεύτερο άντρα της, πήγε στη χώρα να συμβουλευτεί τη νονά της τη μάγισσα.
«Το θέμα είναι σοβαρό.» της είπε.
«Ούτε οι ευλογίες του παπά πιάσανε μήτε το περιστέρι.»
«Αχ! Αρετουσάκι μου μα το μυαλουδάκι σου ακόμη δεν εμέστωσε. Μία φορά το θυσιάζουμε το περιστέρι. Στον πρώτο γάμο πρέπει να σε βρει ο άντρας σου εντάξει, ο δεύτερος έπρεπε να σε βρει χαλασμένη.» της είπε ξεσπώντας στα γέλια.
«Μα γιάντα με παίζεις καλή μου νονά; Αυτά τα πρωτολένε. Δηλαδή εδά μπλιο δεν έχει άλλη παρθενιά; Όφου και να κάτεχες ίντα όμορφα ένοιωθα, όντε τα’ πλωνα στο μπαλκόνι το ματωμένο το σεντόνι! Μα γίνεται γάμος χωρίς το ματωμένο το σεντόνι και χωρίς μπαλωτές; Πόλεμος είχενε γενεί στον πρώτο μου το γάμο, που ούλοι οι αρσενικοί κουμπουροφόροι του χωριού, του ξαμώνανε και του παίζανε του σεντονιού, μέχρις που το κάμανε χιλιοτρύπητο. Ετούτηνέ η στιγμή μ’ άρεσε πιο πολύ απ’ ούλο το γάμο. Τέτοιο πράμα δεν είχενε ξαναγίνει στο χωριό. Ούλοι οι άντρες να ξαμώνουνε τη δική μου παρθενιά!!! Γι’αυτό και το ξανάκαμα για να το ξαναζήσω. Και το ξανάζησα και ήτονε το ίδιο όμορφο σαν και την πρώτη τη φορά. Αλλά ο εδικός μου, με το που εντακάρανε οι μπαλωτές, εγλάκανε λες και του βάλανε οι δαιμόνοι φτερούγες στον ατζίποδα».
«Δε λες πάλι καλά, που δεν άρπαξε τον τσιφτέ να σου παίξει μια να σε αποτελειώσει, γιατί αυτό σου’ βγαινε» της απάντησε θυμωμένη.
«Λοιπόν, άκουσε με καλά. Τρίτη παρθενιά δεν έχει. Διάλεξε τον πιο καλό, νέο, ωραίο, δουλευτή, να μην πίνει και να μη χαρτοπαίζει στους καφενέδες. Όλα τ’ άλλα άστα σε μένα. Θα τονε δέσουμε το νέο σύζυγο. Τρίτη προσβολή δεν θ’ αντέξουν οι Αγκριμάκηδες, ειδικά το κουζουλό τ’ αδέρφι σου, ο πρωτονταής θα κάνει καμιά κουζουλάδα και θα μας σε βάλει σε βεντέτα.»
«Μπα μόνο λόγια είναι ο κουζουλός ο αδερφός μου, σιγά τα αίματα! Ούτε όρθα δεν μπορεί να σφάξει. Ετσαέ το διατυμπανίζει για να κάνει τον άντρακλα, τον θεριακλή, μα το μόνο που’ χει σκοτώσει στη ζωή του ήτονε ένας βορθακός. Καλά; Μα τόσο να μπουνταλάδες ήτονε οι βορθακοί τότε σας; Τόσο καθυστερημένοι; Αφού θωρούσανε κι ακούγανε το σκάσιμο του προηγούμενου, γιάντα το ρουφούσανε οι υποδέλοιποι;»
«Δεν κατέχω Αρετούσα μου γιάντα οι πράσινοι βάτραχοι τση τσιλόβρυσης του χωριού σου ήτανε τόσο βλάκες. Αυτό που εγώ κατέχω, είναι, πως πρέπει να βρούμε ένα βλάκα για σένα και να τονε δέσουμε καλά, γιατί αλλιώς, δε βλέπω να στεριώνεις σύζυγο στη φάμπρικα. ΄Ασε, εγώ θα σου τονε βρω, γιατί στα μέρη σου, αμφιβάλλω αν θα υπάρχει υποψήφιος σύζυγος για το τρελοβαφτηστήρι μου. Θα μ’ ακούσεις καλά όμως σε όλα κακομοίρα μου!» της είπε κουνώντας το δάκτυλο.
«Ακούς εκειά να’ χω δέσει ίσαμε χίλιους, και να’ χω αμολυτούς τους εδικούς μας; Από αύριο κιόλας θα το φροντίσω, θα το νοικοκυρέψω το Αρετουσάκι μου γιατί είναι καλό κι αγαθό. Πουτάνα την φωνάζουνε ούλες οι κυράδες, αλλά αυτές είναι οι μεγαλύτερες, αυτές, οι κυράτσες, οι κρυφές. Αχ... Και αν το άνοιγα το στόμα μου!» μονολόγησε.
Από την επομένη κιόλας άρχισε το κυνήγι του γαμπρού.
«Πρέπει οπωσδήποτε να την αποκαταστήσω τούτηνε την αχαμνή. Την τροζή. Πρέπει να συμμαζευτεί. Τούτο τ’αστείο με τσ’ αρσενικούς του χωριού, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Να’ βγαζε τουλάχιστον παράδεςΑφού το κάνει που το κάνει η μπουνταλού. Μέχρι να βρεθεί το καλό το παλικάρι, θα την ορμηνέψω να παίρνει το κάτι τις. Δε γίνεται τζάμπα. Μα εντελώς τζάμπα; Και να ψωμολυσάει; Να διακονεύει, να ξενοκαθαρίζει και να ξενοπλένει για ένα κομμάτι ψωμί
Τον από πάνω μήνα επισκέφθηκε η Αρετή τη νονά της, για να δει το καλό το παλικάρι που της βρήκε.
«Σ’ αρέσει κοπέλα μου ετούτος, ή να δούμε κι’ άλλονε; Είναι καλό κοπέλι και πεντάρφανο. Ούτε πεθερές, ούτε κουνιάδες, ούτε συνυφάδες για να τονε διαβάλλουνε. Το’ ψαξα καλά. Δε χρειάζεται να’ χεις κανένα στην κεφαλή σου. Πρώτα θα τόνε δέσουμε στο δεντρό, θα γενούν όλα νοικοκυρεμένα όπως σου πρέπει… Και μετά πρέπει να κάμεις και κοπέλι οπωσδήποτε. Θα σου κάμω πρώτα ένα διαβαστικό μη σ’ έχουνε δεμένη και μετά παγαίνουμε και βρήσκουμε το Μανούσο. Αυτός θα σου το κάμει το κοπέλι στα σίγουρα. Είναι μοναδικός στο είδος του.»
«Οϊ. Με τον αδερφό μου δεν το κάνω. Όλα κι όλα. Δεν το κατές μωρέ νονά, ότι η μάνα μου και ο γέρος είχανε μεγάλο σεβντά; Γι’αυτό βγήκα και εγώ ετσά ερωτιάρα. Το κοπέλι του έρωντα ήμουνε από δυo ερωτιάρηδες φτιαγμένο. Μου το’ πενε ο γέρος το μυστικό ντου, όντε μου’ δωκε τα λεφτά για να φτιάξω τη φάμπρικα.»
«Καλά είσαι φοβερή κοπελιά μου! Με την επιστήμη ντου θα σε κάμει ο Μανούσος μάνα. Δεν έχεις ακούσει τα κατορθώματά ντου;»
«Ε... Πώς δεν τα’ κουσα; Αλλά εθάρρουνε, ότι τα σπέρνει και μοναχός του, και δεν εμπόρουνε να καταλάβω, πότε τσι προλαβαίνει ούλες...»
«Αχ! Βρε Αρετούσα μου, μα η αφέλειά σου είναι μωρουδίστικη. Και πότε μωρή θα προλάβαινε ένα να φτιάξει τόσανε κοπέλια; Εργοστάσιο είναι μωρή το αντρικό εργαλείο;»
«Μωρή νονά θα με παλαβώσεις; Πες, ότι εγώ ήμουνε Μανούσος. Το κάνω πες με δέκα την ημέρα. Το μήνα θα μπορούσανε να είναι τριακόσια κοπέλια. Το χρόνο τρεις χιλιάδες εξακόσια, και στα είκοσι χρόνια εβδομήντα δυο χιλιάδες κοπέλια. Ίντα πόσα εγέννησε η χάρη ντου;»
«Μωρή παλαβή ξέρεις τόσο καλή αριθμητική και δεν μπορείς μωρή να παίρνεις ένα τάλιρο απ’ τον καθένα, αφού την κάνεις τη δουλειά που την κάνεις, να ξεπεινάσει τ’ άντερό σου, μόνο το δίνεις τσάμπα και σε λένε τροζή κι από πάνω; Για κάνε πάλι τσι πράξεις σου με τσ’ αριθμούς σου να δεις, που θα’ χες μέχρι δικό σου πουταναριό!»
«Όφου! Δίκιο έχεις καλή μου νόνα, μα ένα φράγκο να’ παιρνα απ’ τον καθένα θα’ χα αγοράσει όχι μόνο ένα, αλλά ούλα τα πουταναριά «τσ’ οδός Χειμάρας».
Αυτή την πολύ καλή ιδέα ξέκλεψε η Κατινάρα από την Αρετή και τα απέκτησε η ίδια με τα ματζούνια της. Όσο για την Αρετή; Κατά την επιστροφή της στο χωριό σκεφτόταν τα λόγια της νονάς της.
«Σα να’ χει δίκιο η αγαπημένη μου νονά. Μ’ αγαπά και θέλει μόνο το καλό μου. Κι είναι τόσο έξυπνη! Κάτι παραπάνω θα κατέχει από μένα. Ίντα είμαι εγώ μπροστά στη νονά μου; Στο εξής θα με φιλεύουν οι επισκέπτες μου. Όχι λεφτά όμως. Ούτε δραχμή, γιατί μετά θα με λένε κανονική πουτάνα. Πλερωμένη

Έτσι και’ γινε. Εφάρμοσε το σύστημα με τα «δωράκια» Ό,τι μπορούσε ο καθένας, ό,τι είχε έδινε, πάντα όμως σε είδος. Κουκιά, φασόλια, κρασί, κρέας οι χωριανοί, και οι ξενικοί ό,τι μπορούσε να βάλλει ανθρώπινος νους... Έτσι πολύ γρήγορα το κατώι της γέμισε με κάθε λογής τρόφιμα και χρειαζούμενα.
«Αχ! Μωρέ νονά γιάντα να μη με ξεστραβώσεις ενωρίτερα... Πιο πολλά έχει το κατώι μου κι απ’ του Πιπιρή το μαγέρικο στη χώρα. Εδά θα κάνω κι εγώ την πρεπειά μου. Αφού ξεπείνασα εγώ, γιάντα να μην ξεπεινάσουν κι άλλοι;»

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo