Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Ο νεροφόρος- ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ




«Ξύπνα Κατίνα...»
«Ξύπνα και θα κλείσουνε οι ανθοί. Σήκω ομορφιά μου γιατί βράδιασε νε. Άντε κοπελιά μου να μου φέρεις τσ’ ανθούς να σιάξω τσι ντολμάδες για θα μας κάνει ο πατέρας σου ντολμάδες. Και να μην ξεχάσεις τον βάρσαμο, και τη θρίμβη.»
«Εγώ θα πάω στην περβόλα; Είναι δουλειά μου; Δεν πάω γιατί φοβούμαι.» της είπε.
«Από πότε; Άντε μωρή τελείωνε, κοπέλα τση παντρειάς και φοβάσαι... Και να βάλεις καπέλο στην κεφαλή σου μη σε κάψει ο ήλιος και δεν σε ρέγονται μετά τα παλικάρια. Άντε ξεκούνα. Θα περάσεις κι απ’ την πλατέα να σου κάμουνε κόρτε και να σε καμαρώσουνε οι ντελικανίδες.» μάλλον ήθελε να τη δοκιμάσει και σ’ αυτό η Ρήνα. Είχε έρθει ο καιρός τση. Ήταν ολοφάνερο.
Με μιας πετάχτηκε σαν το ελατήριο η χιλιοπαινεμένη, η μοσχοθυγατέρα τση Ρήνας. Ως φαίνεται είχεν αρχίσει να σεκλετίζεται και να γαργαλιέται η μικρή κι η Ρήνα που τίποτα δεν άφηνε να πέσει κάτω τη δοκίμασε με το παραπάνω.
Έβαλε τα καλά της η Κατινιώ, περφουμαρίστηκε, τύλιξε το μεταξωτό της μαντήλι στο κεφάλι της, κοιτάχτηκε καλά-καλά στον καθρέπτη τση κάμαρης και με το καλάθι παραμάσχαλα ξεκίνησε κουνιστή και λυγιστή για την περβόλα.
Πρώτα πέρασε από τη βρύση για να πιει νερό και να ξεδιψάσει την κάψα της, μα τέτοια ώρα δεν υπήρχε ψυχή. Κατηφόρισε το στενό σοκάκι απογοητευμένη που όλοι κοιμούνταν ακόμη του καλού καιρού κι η ίδια με την κοφίνα έπρεπε να τρέχει από κολοκύθα σε κολοκύθα να μαζεύει τσ’ ανθούς.
Ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει μέσα απ’ τα βουνά κι η Κατίνα έκατσε σε ένα πεζούλι και χάζευε το λυκαυγές μαγεμένη από το ημέρωμα της νύχτας απ’ το φως του ήλιου. Πρώτη φορά είδαν τα μάτια της την ομορφιά και τη γαλήνη του πρωινού. Μέχρι τούτη τη στιγμή μόνο το ολόγερμα του ήλιου πίστευε ότι είναι το ομορφότερο πράγμα της πλάσης. Μα σήμερα ανακάλεσε. Μαγεμένη από τα χρώματα, έπιασε το τραγούδι και ξέχασε τον προορισμό της. Μια τραγουδιστή φωνή άκουσε από πιο κάτω, νεανική αλλά κι αντρίκια. Τσ’ άρεσε. Τούρλωσε τα αυτιά τζη για να καταλάβει από που έρχεται το τραγούδι και τότε διαπίστωσε ότι ακριβώς από κάτω από την τελευταία πεζούλα ένας νεαρός, γνωστός, έπαιζε με το νερό και είχε κέφια πολλά.
«Α! Εσύ είσαι; Τι κάνεις εκεί Βασίλη;» τον ρώτησε με απορία.
«Η Κατίνα μας!» απάντησε έκπληκτος με τη σειρά του το ορφανό.
«Ήρθα να μαζέψω κολοκυθανθούς, μα άργησα και κλείσανε και ποιος την ακούει τη μάνα μου. Αλλά τι ζητάς εσύ εδώ; Δεν βοηθάς τον πατέρα μου μπλιο;» τον ρώτησε.
«Το πρωί κάνω το νεροφόρο, και τ’ απόγευμα τον παγωτατζή. Έχω βάλλει στοίχημα να τσι φέρω τσι γονέους μου πίσω. Αλλά τι σε ζαλίζω μ’ αυτά; Θα’ έρθεις πάλι αύριο; Κάθε μέρα είμαι εδώ. Απ’ το βράδυ ως το πρωί» την ικέτεψε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες.
«Ναι αμέ; Θα ξανάρθω. Αλλά γιάντα έρχεσαι βραδιάτικα; Και δε φοβάσαι;» ρώτησε η Κατίνα παίζοντας με τα κυματιστά μαλλιά της δήθεν αδιάφορα. Κάτι άρχισε να νιώθει στο στήθος της, πρωτόγνωρο. Ήθελε να το ξαναζήσει.
«Εγώ είμαι άντρας Κατινιώ και δε φοβούμαι πράμα. Οι άντρες δε φοβούνται.»
«Και έρχεσαι ούλο το βράδυ; Και ξενυχτάς; Όφου, όφου μια δουλειά!»
«Το βράδυ γίνεται η δουλειά. Άμα δεν έρθω εγώ θα το κόψουνε το νερό και θα ξεραθούνε τα μποστανικά των αθρώπω. Κι εγώ έχω σκοπό, το σκοπό μου.»
«Τι ακριβώς κάνεις δηλαδή; Δείξε μου.» τον ρώτησε πλησιάζοντάς τον κι άλλο.
Το ορφανό ανατάραχτηκε λες και τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Δε σάστισε όμως και δεν έχασε την ευκαιρία να δείξει στην όμορφη κοπέλα, την κόρη του αφεντικού

ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ


0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo