Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΒΡΕΧΕΙ

Του Νίκου Χρυσοχόου
 την Πέμπτη Γυμνασίου αλλάξαμε φιλόλογο. Ηρθε μια νέα, τόσο αδύνατη που την φοβήθηκε το μάτι μας. Δεν έκανε μάθημα από καθέδρας κι αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Ορθια, με το βιβλίο στο χέρι, μπρος στα θρανία μας ώρες ατέλειωτες. Κι απ' τις πρώτες κουβέντες της ενημέρωση για τον Ελύτη. Τον ποιητή. Τον ποιητή των ποιητών, όπως μας έλεγε. Που σε μας ήταν άγνωστος. Αυτή το βιολί της. Παραπομπές στην αξία και στο έργο του. Ψύχωση.
Μετά την πρώτη έκθεση που γράψαμε και διόρθωσε, μου έριξε μια συμπαθητική ματιά. «Γράφεις καλά», σχολίασε. Σημασία εγώ. Μετά από τρεις ώρες είχαμε ντέρμπυ στο Σχιστό. Κι αυτό που με ενδιέφερε ήταν να κερδίσουμε.
Μια μέρα, την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι για έξω, με πλησίασε και μου έσκασε το παραμύθι.
-«Θα ήθελα να φτιάξεις το ποδηλατάκι της κόρης μου. Έχεις ποδήλατο και πρέπει να ξέρεις από αυτά. Έλα στο σπίτι, ξέρεις που είναι, εδώ απέναντι. Ελα το απόγευμα. Ή δεν μπορείς;».
-«Μα,  φυσικά μπορώ να φτιάξω ένα ποδήλατο», είπα αμήχανα.
-«Θα σε περιμένω κατά τις εφτά. Μπορείς;».
-«Μπορώ».Και πήγα.
Μου πρόσφερε μια πορτοκαλάδα κι άρχισε να μου μιλά συνέχεια. Ευτυχώς όχι για τον Ελύτη. Για τις σχέσεις γονιών- παιδιών, για ιδανικά, διαφθορά. Τέλος πάντων, η όλη ατμόσφαιρα μύριζε έκθεση. Την ίδια ώρα, εγώ σκεπτόμουν το ντέρμπυ της Κυριακής στον Άγιο Κοσμά. Κι αυτό το πρόσεξε, το ότι ήμουν αφηρημένος, σηκώθηκε και δίνοντας μου καμμιά δεκαπενταριά τόμους, μου είπε:
-«Πάρε αυτά τα βιβλία και ρίξε τους μια ματιά».
-«Τι   είναι  αυτά;»  ρώτησα  έκπληκτος, γουρλώνοντας τα μάτια μου μπρος στον όγκο.
-«Ποίηση».
-«Ολα αυτά;».
-«Όλα. Κι όταν με το καλό τα διαβάσεις, τότε να μου τα επιστρέψεις. Και μην βιαστείς».
-«Μα, πως να τα κουβαλήσω όλα αυτά;» είπα μπας και τα αποφύγω.
-«Τα παίρνει το κασελάκι πίσω απ' το ποδήλατο».
Αυτό το είχα ξεχάσει. Την είχα πάθει για τα καλά, αισθανόμουν παγιδευμένος.
Πήρα τους τόμους όπως - όπως, όπως μπορούσα, τους φόρτωσα στο ποδήλατο. Καληνύχτισα κι έφυγα. Ήμουν πίσω στο σπίτι μέσα σε δύο λεπτά. Άφησα τα βιβλία πάνω στο παλιό το ράδιο στη σάλα, χωρίς να τα κοιτάξω. Κι ύστερα πήρα τρεις βαθιές ανάσες βγαίνοντας έξω, για να δω που χάθηκαν οι υπόλοιποι φίλοι μου. Και τους βρήκα. Συζητούσαμε ώρες ατέλειωτες για την τακτική που θα ακολουθούσαμε στον αγώνα της Κυριακής.
Πέρασαν δύο μήνες. Έφτασαν τα Χριστούγεννα και ένα βράδυ στη σάλα είδα τους τόμους στο ίδιο σημείο. Και θυμήθηκα ότι κάποτε έπρεπε να τους επιστρέψω στη φιλόλογο. Αλλά, σιγά μην τους διάβαζα. Τώρα είχα φίλους, επισκέψεις, αγώνες, δουλειές. Αλλά μια μέρα θα έπρεπε να τους επιστρέψω. Κι όσο το δυνατό γρηγορότερα γιατί ο όγκος τους μου έφερνε πανικό.
Το επόμενο πρωί ετοίμασα το κασελάκι στο ποδήλατο. Μπήκα στην σάλα και πήρα τους τρεις πρώτους τόμους. Ξεσκόνισα καλά αυτόν που ήταν πάνω - πάνω. Έγραφε Καβάφης. Ο επόμενος Ελύτης. Ο τρίτος Σεφέρης. «Μην με πιάσει αδιάβαστο», σκέφτηκα. Οι επόμενοι τόμοι δεν ήθελαν και πολύ ξεσκόνισμα. Ήταν οι από κάτω. Τους αράδιασα στο ποδήλατο και ξεκίνησα για το σπίτι της. Ευτυχώς ήταν εκεί.
-«Σου άρεσαν;» με ρώτησε.
-«Πολύ. Αλλά ξέρετε... βιάζομαι λίγο».
-«Εντάξει παιδί μου.  Αλλά ποιος σου άρεσε περισσότερο;».
-«Καβάφης, Ελύτης, Σεφέρης. Υπέροχοι», είπα κι έκανα να φύγω.
-«’Ακουσε, παιδί μου, καλά. Να αρχίσεις να γράφεις ποίηση. Άντε στο καλό. Και καλές γιορτές».
ΣΗΜ. Ο συγγραφέας έγινε τελικά ποιητής, όπως φαίνεται στο σύντομο βιογραφικό του σημείωμα που μας έστειλε.
Ο Νικόλαος Χρυσοχόος (απόφ. 1974), εργάζεται ως σχολικός σύμβουλος Αγγλικής Δυτικής Ελλάδας.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές με τίτλο
-ΟΧΙ ΝΑΙ (1983) και
ΤΡΙΑΝΤΑ ΣΤΑΘΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΡΑΙΝΟ (1985).
Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή συνέδρια για θέματα ξενόγλωσσης πολιτικής.
Διατελεί τακτικός ομιλητής στα Παγκόσμια Συνέδρια Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας.
Το κείμενο που δημοσιεύεται αποτελεί τμήμα της υπό έκδοση σειράς «ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΣΠΑΡΤΑΚΟΥ».
 Του Νίκου Χρυσοχόου

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo