Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Ο ασβεστάς.ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ


Ρι, Ριρί, Ριρίκα,,,,,
Εσύ σαι πλάσμα παιδί μου αγνό
Αχ κι όποιος νιώσει του φιλιού σου λίγη γλύκα
Θα το θυμάται Ριρίκα για καιρό...



Τραγουδούσε ο Γιώργης στη γυναίκα του πάντα με μια δόση ειρωνείας, μιας κι ήταν κρυφό μυστικό σ’ ούλους ότι ήταν δοσμένος αλλού. Στη Μαργαρίτα ντου, που το φανέρωνε ο ίδιος το μυστικό του σαν μιλούσε αντί γι’ αυτόν η ρακή.
Η Ρήνα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, που τα κατάφερε. Τώρα βάλθηκε να καλοπροικίσει την ομορφονιά της την Κατινιώ για να την καλοπαντρέψει. Ο γιος του ντοτόρου που είχε βλέψεις, δεν θα την έπαιρνε εύκολα, το πίστευε και η ίδια άλλωστε, αν δεν είχε το κατιτίς της. Για να τον δελεάσει λοιπόν βάλθηκε να της χτίσει ένα σπίτι σωστό παλάτι. Μα ο ασβέστης και το τσιμέντο ήταν σκέτη φωτιά. Και η μεταφορά τους στ’ Αλμπάνι το μετόχι απ’ την Πατσό κι απ’ το Μπαλί θα της στοίχιζε μια περιουσία. Τότε θυμήθηκε η Ρήνα τον μπάρμπα τζη τον ασβεστοκαμινά που είχε μεν πατήσει τα εβδομήντα, τα είχε δε τετρακόσια και η πείρα του ήταν μεγαλύτερη κι απ’ την πυρά του καμινιού. Με το να και με τ’ άλλο τον έπεισε η Ρήνα να τση κάμει πάσα τα μυστικά ντου και να τη βοηθήσει να στήσει το δικό της καμίνι, με το αζημίωτο βέβαια μιας και ο γέρος ήθελε για πληρωμή ένα ξωχώραφο από την προίκα της που πάντα της χτυπούσε ότι του ανήκε. Δεν του το χάλασε το χατήρι του γέρου η Ρήνα και του το έκαμε δωρεά!
Το ασβεστοκάμινο το έστησαν σε μια πεζούλα κάτω απ’ τη χαλέπα, όπου έκρινε ο γέρος ότι ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος επειδή είχε πολλές πέτρες για το χτίσιμο του καμινού, και πολλά ρίκια, ασπαλάθους και θυμάρια για το τάϊσμα.
Την άλλη μέρα κιόλας η Ρήνα έφερε ένα μάστορα και πάντα με τσ’ οδηγίες του μπάρμπα έχτισε ένα καμίνι 12 πατησιές κάτω απ’ τη μεγάλη πεζούλα και πάνω από ένα μέτρο στο ύψος. Πρώτα έχτισε τον εξωτερικό τοίχο και μετά τον εσωτερικό, από γκρίζες πέτρες, αφήνοντας στη μέση τη χωμάτινη μόνωση. Με μεγάλη προσοχή έφτιαξε τον θόλο για να παραμείνει σταθερός όταν θα έπαιρνε φωτιά, κοντά στους 2.000 βαθμούς. Από τον πόρο που είχαν αφήσει στο πλάι έριχναν τα δεμάτια με τα πετρωμένα ξύλα νυχθημερόν για τέσσερις με πέντε μέρες. Τη δουλειά αυτή την έκαναν είκοσι παλικάρια που έφερε από τα κατωμέρια η Ρήνα για να πετρώνουν τα ξύλα, και μετά να τα ρίχνουν με την τσίτα μέσα στον πόρο του καμινιού. Πάνω από χίλια πεντακόσια δεμάτια ήθελε να καταπιεί μέχρι να γενεί.
Ο θείος της ο Ψωμάς δεν έφυγε σχεδόν καθόλου ούλες τσι μέρες. Παρέμενε εκεί, μέχρι να δει το σωστό χρώμα του καπνού και την μπλε φλόγα και από την εμπειρία του θα καταλάβαινε ότι είναι έτοιμο. Μετά, για να βεβαιωθεί ακόμα μια φορά, έριξε ο ίδιος μια πέτρα και έδωσε την εντολή να σταματήσουν οι ταϊστάδες, μιας και η πέτρα είχε κολλήσει κι ήταν σίγουρα έτοιμο.
Η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκε η Ρήνα μην τα τινάξει και το’ χει κρίμα στο λαιμό τζη, μα ο ίδιος δεν ήθελε νε να ταράξει ρούπι. Θυμήθηκε ως φαίνεται τα μικράτα του, λυπόταν βέβαια μην πάει και η δουλειά χαμένη από ένα λάθος. Ίσως και να μην ήθελε να χρεωθεί μια τέτοια αποτυχία. Πάντως έμεινε εκεί μέχρι να σβήσει το καμίνι, ξάγρυπνος, εκεί, στο καθήκον.
Ο Γιώργης έβαλε τσι φωνές στη Ρήνα ότι και καλά θα τη σουρέψουνε στο χωριό και δεν θα τη βάνει ο τόπος κι ο ντουνιάς, αν ο θειος τους τα κακάρωνε απ’ την κάψα, μα εκείνη του’ πε «γύρευε τη δουλειά σου μωρέ αδικοθάνατε» κι επανήλθε στο καμίνι κουνάμενη και λιγάμενη να το καμαρώσει όπως λαίμαργα κατάπινε τσ’ ασπαλάθους. Μετά από εικοσιπέντε μέρες που επανήλθαν μαζί με τον μπάρμπα για να βγάλουν τη σοδειά, έτριβε τα χέρια τζη από ικανοποίηση.
Και δεν παράλειψε να τον ευχαριστήσει κι αυτόν και τον Μεγαλοδύναμο που του έδωκε τη δύναμη να τα βγάλει εις πέρας, γέρος άθρωπος. Και δεν άφηκε μήτε το καμίνι να σβήσει, μήτε να του πετρώσει. Κι έβγαλε παρά τα χρόνια ντου ένα ασβέστη χάρμα. Ολόλευκο σαν το χιόνι. Κι άσπρισε ο τόπος κι έλαμψε το μετόχι απ’ την μπατανόβουρτσα τση Ρήνας.
Βέβαια, πάντα εκεί, δίπλα του ήταν και η Ρήνα, φύλακας άγγελος για να τον προστατεύει απ’ την ζέστα, να τον δροσίζει με δροσερό νερό απ’ το πηγάδι και να τον ταΐζει κι αυτόν στην ώρα ντου σαν και το καμίνι τζη.
Σκοπό βέβαια πρωταρχικό είχε η Ρήνα, η Τσουλορήνα, η Χαμαλογιώργαινα να μάθει ούλα τα μυστικά του μπάρμπα μια και είχε πια μεγάλες βλέψεις....
Κι έβγαλε τόνους ασβέστη κι άλλους τόσους τόνους τσιμέντο που τις μετέφεραν οι ίδιοι εργάτες με τα κοφίνια στην αυλή τζη κι έκαμαν ένα σορό απ’ το καθένα ίσαμε τον ουρανό.
Κι έσκαψαν έναν μεγάλο ασβεστόλακκο για να σβήσουν τον ασβέστη, κι ωστόσο τα παλικάρια που τσιτώνανε τη φωτιά, πιάσανε τσι τσάπες για να σκάψουνε τα θεμέλια που θα ρίζωναν ούλα τα όνειρα τση Ρήνας. Κι έσβηνε ο ασβέστης κι έσβηναν τα τσιμέντα, όχι όμως και τα όνειρα τση Ρήνας, τση Χαμάλαινας που άσβεστα έκαιαν τα σωθικά τζη σαν το καμίνι...


ΚΟΥΜΕΝΤΑΚΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ

0 σχόλια:

Blogger Template by Clairvo